- διιοῦσα
- δίειμιgo to and fropres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διιούσας — διιούσᾱς , δίειμι go to and fro pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διιούσᾱς , δίειμι go to and fro pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… … Dictionary of Greek